Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία είναι μια προσέγγιση που βασίζεται στην υπαρξιακή ψυχολογία, σύμφωνα με την οποία, κάποιες ψυχικές διαταραχές, όπως το άγχος, η κατάθλιψη, η επιλόχειος κατάθλιψη, οφείλονται στην αδυναμία του ατόμου να συμφιλιωθεί με ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης κατάστασης. Σύμφωνα με τον Ίρβιν Γιάλομ, η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία προσπαθεί να βοηθήσει με τα τέσσερα δεδομένα της ύπαρξης του ανθρώπου: το αναπόφευκτο του θανάτου, την ελευθερία και την ευθύνη της, την υπαρξιακή απομόνωση και την έλλειψη νοήματος. Η θεραπευτική αγωγή που ενδείκνυται για δυσκολίες τέτοιου είδους δεν είναι τα φάρμακα, αλλά η ενδοσκόπηση και η αποδοχή της ανθρώπινης κατάστασης.
Σύμφωνα με την υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, οι άνθρωποι είναι όντα μόνα στον κόσμο. Συνειδητοποιώντας ο άνθρωπος τη μοναξιά του, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν έχει νόημα από μόνο του σ’ αυτήν τη ζωή. Αυτήν την αίσθηση της μοναξιάς μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε, μόνο όταν εμείς οι ίδιοι δώσουμε νόημα στη ζωή μας, δημιουργώντας τις δικές μας αξίες. Και αυτό μπορούμε να το κάνουμε, επειδή έχουμε την ελευθερία να κάνουμε τις δικές μας επιλογές, αλλά και την ευθύνη για τα αποτελέσματα αυτών των επιλογών. Με αυτόν τον τρόπο, κανέναν δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε αν δεν κερδίσουμε αυτό που περιμέναμε, παρά μόνο τον εαυτό μας.
Σκοπός του υπαρξιακού ψυχοθεραπευτή είναι να ανακαλύψει τους λόγους για τους οποίους ο θεραπευόμενος νιώθει έντονα το αίσθημα της μοναξιάς και της απουσίας νοήματος στη ζωή, και να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει αυτά τα αρνητικά συναισθήματα πιο αποτελεσματικά.
Πώς λειτουργεί η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία – Ο ρόλος του ψυχοθεραπευτή
Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία προσπαθεί να διερευνήσει σε βάθος ζητήματα που πάντα ταλάνιζαν τον άνθρωπο, όπως η μοναξιά, η απουσία νοήματος στη ζωή και ο θάνατος. Ο υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής προσπαθεί να βοηθήσει το θεραπευόμενο να έχει μια καλή κοινωνική ζωή, κάνοντας τις δικές του επιλογές. Έχει, επίσης, στόχο να τον βοηθήσει να βρει το δικό του νόημα και την αξία της ζωής και να τον μάθει να ζει σύμφωνα με τα προσωπικά του ιδανικά και αξίες. Αυτό σημαίνει να είναι αληθινός και ειλικρινής με τον εαυτό του, όσον αφορά τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του, και να ζει συνειδητά και με κάποιο σκοπό, κι όχι «κατά τύχη».
Ο ρόλος του ψυχολόγου και του ψυχοθεραπευτή είναι να κατανοήσει τι είναι αυτό που πραγματικά απασχολεί το θεραπευόμενο και να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές του δυσκολίες, χωρίς να του επιβάλλει τα δικά του πιστεύω. Τελικός του στόχος είναι να κατανοήσει το νόημα που ο θεραπευόμενος δίνει στη δική του ζωή, αναγνωρίζοντας τις προκαταλήψεις του πελάτη, τους περιορισμούς, τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι μπορεί ο ίδιος να αναγνωρίσει.
Παρόλο που οι άνθρωποι στην ουσία είναι μόνοι στον κόσμο και στη ζωή, επιθυμούν διακαώς να συνδεθούν με άλλους ανθρώπους. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι δεν είναι σωστό να εξαρτάται η αίσθηση της προσωπικής μας αξίας από τους άλλους. Εξάλλου, η ψυχική διαταραχή είναι συχνά το αποτέλεσμα της συνήθειας του ανθρώπου να αποφεύγει τις αλήθειες της ζωής και να εξαρτά τη ζωή του και τη συμπεριφορά του από τις προσδοκίες και τις αξίες των άλλων ανθρώπων.
Όταν, όμως, συνειδητοποιήσουμε ότι η αίσθηση της προσωπικής μας αξίας, αλλά και του νοήματος της ζωής, πρέπει να έρθουν από μέσα μας, κι όχι από τους άλλους, όταν συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει κάτι «ανώτερο» από μας, ούτε κάποια άλλη έξωθεν πηγή, από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε τις αξίες μας και τα ιδανικά μας, είναι λογικό όλο αυτό να μας δημιουργεί άγχος και μοναξιά. Κάπως έτσι, τελικά, ξεπερνώντας τα εμπόδια, δημιουργούμε το δικό μας νόημα στη ζωή, τα δικά μας πιστεύω και αξίες, τις οποίες εφαρμόζουμε στη ζωή μας, και σύμφωνα με τις οποίες ζούμε.
Το πιο δύσκολο, αγχωτικό και επίπονο πράγμα σε αυτή τη διαδικασία είναι, στην ουσία, η ελευθερία μας να επιλέξουμε και να δημιουργήσουμε τις δικές μας αξίες, να επιλέξουμε εμείς το νόημα της ζωής μας και να πορευθούμε, στη συνέχεια, σύμφωνα με αυτό. Όταν είναι κανείς ελεύθερος, αυτό σημαίνει ότι είναι και απόλυτα υπεύθυνος για τη ζωή του και ότι εκείνος δημιουργεί το πεπρωμένο του.
Αυτό τρομοκρατεί αρκετούς ανθρώπους, με αποτέλεσμα πολλοί να μη θέλουν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ελευθερία. Όταν αποδεχόμαστε την ελευθερία μας, άρα και το ότι είμαστε εμείς υπεύθυνοι για τη ζωή μας, συνειδητοποιούμε με τρόμο ότι είμαστε μόνοι μας. Γι’ αυτό και πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να απαλύνουν το αίσθημα της μοναξιάς τους μέσα από την αφομοίωση στη μάζα, την εξομοίωση με τους άλλους και με την προσπάθεια να ανταποκριθούν στις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι γι’ αυτούς. Τα άτομα αυτά εγκαταλείπουν την οντότητά τους και μετατρέπονται σε ρομπότ, μαζί με τόσα άλλα ρομπότ γύρω τους, για να μη νιώθουν πια μόνα και φοβισμένα. Πληρώνουν, όμως, έτσι, ένα μεγάλο τίμημα – χάνουν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Ένα άλλο θέμα που θα απασχολεί πάντα τον άνθρωπό είναι η θνητότητά του. Ενώ η ζωή είναι «η δυνατότητα για δυνατότητες», ο θάνατος είναι «ο αποκλεισμός κάθε περαιτέρω δυνατότητας». Πίσω από κάθε μας στιγμή, κάθε συναίσθημα, κάθε απόφαση, κρύβεται το άγχος του θανάτου, το οποίο, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, επηρεάζει τη συμπεριφορά μας και τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Βέβαια, πολλοί θεωρητικοί της υπαρξιακής ψυχολογίας υπενθυμίζουν ότι το καθημερινό άγχος θανάτου μάς βοηθάει να ζούμε μια πιο ολοκληρωμένη και ικανοποιητική ζωή.
Κάθε άνθρωπος, λοιπόν, όντας υπαρξιακά μόνος και ελεύθερος να κάνει τις επιλογές του στη ζωή, είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για ό,τι του συμβαίνει. Δεν μπορεί, λοιπόν, να ρίχνει την ευθύνη για τα οποιαδήποτε προβλήματά του σε κάποιον άλλον. Συμπερασματικά, εμείς, και μόνο εμείς, είμαστε οι διοργανωτές και οι αρχιτέκτονες της ζωής μας.
Ποιοι ωφελούνται περισσότερο από την υπαρξιακή ψυχοθεραπεία;
Οι άνθρωποι που τους χαρακτηρίζει γνήσιο ενδιαφέρον για την εξερεύνηση του εαυτού τους και για όσο το δυνατόν καλύτερη αυτογνωσία, αυτοί που προσπαθούν να ξεκαθαρίσουν τη στάση τους απέναντι στη ζωή ιδεολογικά, φιλοσοφικά και ψυχικά, είναι πιο πιθανό να ωφεληθούν από την υπαρξιακή ψυχοθεραπεία. Επίσης, οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται να βρουν το νόημα της ζωής, αλλά και αυτοί που επιδίδονται σε βαθύτερες πνευματικές και ψυχικές αναζητήσεις, θα προτιμήσουν αυτήν την προσέγγιση.
Τέλος, εκείνοι που τους έχουν τύχει δυσάρεστα συμβάντα στη ζωή τους, όπως ένας χωρισμός, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή μια βαριά ασθένεια, ή απλά θέλουν να ξεκινήσουν εκ νέου τη ζωή τους, μπορεί κι εκείνοι να βοηθηθούν σε μεγάλο βαθμό από την υπαρξιακή ψυχοθεραπεία.