Η νόσος Crohn, η οποία πήρε το όνομά της από τον Δρ. Burrill Bernard Crohn, που δημοσίευσε την πρώτη σχετική εργασία το 1932, ανήκει στα ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου και δημιουργεί φλεγμονή του βλεννογόνου και αλλοιώσεις σε όλο το τοίχωμα του εντέρου.
Σε φυσιολογικές συνθήκες, το ανοσολογικό σύστημα επιτίθεται στους επικίνδυνους ξένους μικροοργανισμούς και στα καρκινικά κύτταρα. Μερικές φορές, κάποιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν άτομα με γενετική προδιάθεση, στρέφοντας το ανοσολογικό τους σύστημα ενάντια στα υγιή τους κύτταρα, μια διαδικασία που ονομάζεται αυτοάνοση απόκριση. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στη νόσο Crohn: Το ανοσολογικό επιτίθεται στην εσωτερική επιφάνεια του πεπτικού σωλήνα, στο βλεννογόνο, δημιουργώντας βλάβες και φλεγμονές, όπως έλκη, στενώσεις και αιμορραγίες.
Κανένας δεν γνωρίζει τι ακριβώς προκαλεί τη νόσο Crohn, αλλά και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα εξελιχθεί η νόσος σε κάθε ασθενή ξεχωριστά. Τα συμπτώματα της νόσου είναι κάποιες περιόδους σε ύφεση και κάποιες σε έξαρση. Σε κάποιους ασθενείς αργεί να εμφανίσει συμπτώματα, ενώ σε άλλους επανέρχεται τακτικά, με συχνές εξάρσεις. Το σίγουρο είναι ότι η νόσος είναι χρόνια, δεν θεραπεύεται εντελώς. Σήμερα υπάρχουν θεραπευτικά σκευάσματα που μπορούν να ελέγξουν τη νόσο και να διατηρήσουν τα συμπτώματα σε ύφεση.
Ποια είναι τα συμπτώματα της νόσου;
Η νόσος Crohn μπορεί να προκαλέσει πόνο στην κοιλιά, φούσκωμα, διάρροια, ναυτία, αδυναμία, κόπωση, πυρετό και άλλα συμπτώματα που εντοπίζονται στο πεπτικό σύστημα, ξεκινώντας από το στόμα και φτάνοντας μέχρι τον πρωκτό. Σε κάποιους ασθενείς δημιουργούνται στενώσεις στο έντερο, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε ειλεό εντέρου, ενώ σε κάποιους δημιουργούνται αποστήματα ή συρίγγια στην περιοχή γύρω από τον πρωκτό.
Kάποιοι ασθενείς παρουσιάζουν άφθες στο στόμα, δερματικές αλλοιώσεις, προβλήματα στις αρθρώσεις και άλλα. Εξαιτίας της δυσαπορρόφησης, από το έντερο, θρεπτικών συστατικών (βιταμινών, ιχνοστοιχείων κ.ά.), την οποία μπορεί να προκαλέσει η νόσος, ο ασθενής μπορεί να χάσει βάρος, να παρουσιάσει αναιμία, ενώ σε παιδιά και εφήβους παρατηρείται καθυστέρηση στην ανάπτυξή τους. Χρειάζεται συχνός έλεγχος και η συνδρομή διατροφολόγου, ώστε οι ασθενείς να παίρνουν τα κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής.
Υπάρχουν εξετάσεις για τη διάγνωση της νόσου;
Αν η νόσος εντοπίζεται σε περιοχή που μπορεί ο γαστρεντερολόγος να προσεγγίσει ενδοσκοπικά, με γαστροσκόπιο, κολονοσκόπιο ή εντεροσκόπιο, μπορούν να εντοπιστούν οι βλάβες και να εξεταστούν με λήψη βιοψιών. Διαφορετικά, θα γίνει διάγνωση μέσω άλλων απεικονιστικών μεθόδων, όπως με εντερόκλυση, ακτινογραφία, αξονική τομογραφία, αξονική ή μαγνητική εντερογραφία. Υπάρχουν και δείκτες στο αίμα και στα κόπρανα που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση της νόσου, όπως η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP), η καλπροτεκτίνη και η λακτοφερρίνη.
Ποια είναι η θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου Crohn;
Υπάρχουν αρκετά φάρμακα που μειώνουν τα συμπτώματα της νόσου, κατά την περίοδο της έξαρσής της, και μπορούν να τη διατηρούν σε ύφεση, αν η νόσος είναι σε αυτό το στάδιο. Τα φάρμακα αυτά μειώνουν τη φλεγμονή στο έντερο, αναστέλλοντας την ανοσολογική αντίδραση που την προκαλεί. Κάποια φάρμακα δίνονται σε περιόδους έξαρσης της νόσου, ενώ άλλα δίνονται ως θεραπεία συντήρησης σε περιόδους ύφεσης της νόσου.
Στην έξαρση της νόσου Crohn δίνεται συνήθως κορτιζόνη σε διάφορες μορφές, από το στόμα ή ενδοφλέβια. Μερικές φορές χρησιμοποιούνται αντιβιοτικά, όπως και αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ανοσοκατασταλτικά φάρμακα και βιολογικοί παράγοντες. Η κάθε θεραπεία πρέπει να εξατομικεύεται σε κάθε ασθενή, αφού θεραπείες που μπορεί να φέρνουν αποτέλεσμα σε κάποιον ασθενή μπορεί να μην ωφελούν κάποιον άλλο.
Η χειρουργική παρέμβαση προτείνεται αν η χορήγηση φαρμάκων δεν φέρνει αποτέλεσμα ή προκαλεί ανεπιθύμητες ενέργειες. Επίσης, συνιστάται και αν έχουν δημιουργηθεί στο έντερο στενώσεις ή αποστήματα, οπότε είτε αποκαθίσταται η βατότητα του παχέος εντέρου είτε αφαιρείται το πάσχον τμήμα του εντέρου. Η νόσος Crohn δεν θεραπεύται με τη χειρουργική επέμβαση, αλλά μπορεί να βοηθήσει τον ασθενή να αισθανθεί πολύ καλύτερα και να επανέλθει στις καθημερινές του ασχολίες.
Τι μπορεί να κάνει ο ασθενής για να βελτιώσει τα συμπτώματα της νόσου;
Ο ασθενής θα πρέπει να μειώσει τη λήψη τροφών που χειροτερεύουν τα συμπτώματά του, όπως τροφές με πολλές ίνες, λαχανικά και φρούτα. Θα ωφελήσει, επίσης, σε μεγάλο βαθμό, το να διακόψει το κάπνισμα, αφού έχει παρατηρηθεί ότι το κάπνισμα επιδεινώνει τα συμπτώματα της νόσου και αυξάνει τις πιθανότητες για ανάγκη χειρουργικής επέμβασης. Πρέπει, επίσης, να αποφύγει τη χρήση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων.
Νόσος Crohn και καρκίνος του παχέος εντέρου
Η νόσος του Crohn δεν είναι θανατηφόρα, δημιουργεί, όμως, σε κάποιους σοβαρές επιπλοκές, όπως καρκίνο του παχέος εντέρου. Ο κίνδυνος εξαρτάται από την ηλικία που γίνεται η διάγνωση, την έκταση της νόσου και, κυρίως, από το κατά πόσον το παχύ έντερο έχει επηρεαστεί και υποστεί βλάβη από τη νόσο. Οι ασθενείς με νόσο του Crohn, στους οποίους έχει προσβληθεί το παχύ έντερο, πρέπει να κάνουν κολονοσκόπηση σε τακτά χρονικά διαστήματα, ανάλογα και με τις οδηγίες του γαστρεντερολόγου τους, για να γίνει έγκαιρη διάγνωση τυχόν κακοήθειας.
Καλό είναι, επίσης, να υιοθετήσουν υγιείς συνήθειες, όπως σωματική άσκηση και σωστή διατροφή, για να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο. Μελέτες δείχνουν ότι η νόσος Crohn έχει το ίδιο προσδόκιμο ζωής ασθενών με εκείνο του γενικού πληθυσμού.
Η νόσος Crohn είναι μια κατάσταση με την οποία θα πρέπει να μάθουν να ζουν οι ασθενείς. Θα πρέπει να παίρνουν χρόνια αγωγή, χάρη στην οποία θα μπορούν να ζήσουν μία σχεδόν φυσιολογική ζωή, χρήσιμη και παραγωγική. Ανάμεσα στις εξάρσεις της νόσου, οι περισσότεροι ασθενείς αισθάνονται καλά και έχουν ελάχιστα ή καθόλου συμπτώματα.